Translation meaning & definition of the word "ember" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυμηθείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ember
[Εμπερ]/ɛmbər/
noun
1. A hot fragment of wood or coal that is left from a fire and is glowing or smoldering
- synonym:
- ember ,
- coal
1. Ένα ζεστό κομμάτι ξύλου ή άνθρακα που έχει απομείνει από μια φωτιά και είναι λαμπερό ή σιγοκαίει
- συνώνυμο:
- έμπερ ,
- άνθρακας