Translation meaning & definition of the word "embed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εμπλουτισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embed
[Ενσωματώνω]/ɪmbɛd/
verb
1. Fix or set securely or deeply
- "He planted a knee in the back of his opponent"
- "The dentist implanted a tooth in the gum"
- synonym:
- implant ,
- engraft ,
- embed ,
- imbed ,
- plant
1. Διορθώστε ή ρυθμίστε με ασφάλεια ή βαθιά
- "Φύτεψε ένα γόνατο στο πίσω μέρος του αντιπάλου του"
- "Ο οδοντίατρος εμφύτευσε ένα δόντι στην τσίχλα"
- συνώνυμο:
- εμφύτευμα ,
- περιβάλλω ,
- ενσωματώνω ,
- εμπλουτισμένο ,
- φυτό
2. Attach to, as a journalist to a military unit when reporting on a war
- "The young reporter was embedded with the third division"
- synonym:
- embed
2. Προσκολληθείτε, ως δημοσιογράφος σε μια στρατιωτική μονάδα όταν αναφέρετε για έναν πόλεμο
- "Ο νεαρός δημοσιογράφος ενσωματώθηκε στην τρίτη κατηγορία"
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω