Tom's embarrassed.
Ο Τομ ντρέπεται.
When I don't have anything to say, I am not embarrassed to be quiet.
Όταν δεν έχω τίποτα να πω, δεν ντρέπομαι να κάνω ησυχία.
Tom is embarrassed about buying condoms.
Ο Τομ ντρέπεται να αγοράσει προφυλακτικά.
I'm embarrassed.
Ντρέπομαι.
I am embarrassed.
Ντρέπομαι.
You, Rikka, are very cute when you're embarrassed.
Εσύ, Ρίκκα, είσαι πολύ χαριτωμένη όταν ντρέπεσαι.
She was very embarrassed when her child behaved badly in public.
Ντρεπόταν πολύ όταν το παιδί της συμπεριφερόταν άσχημα δημόσια.
He was embarrassed when I insisted on reading the criticism of his new book.
Ντρεπόταν όταν επέμενα να διαβάσω την κριτική του νέου του βιβλίου.
The girl looked embarrassed at his rude question.
Η κοπέλα φαινόταν αμήχανη με την αγενή ερώτησή του.
He was embarrassed.
Ντρεπόταν.
I was embarrassed.
Ντράπηκα.
I'm so embarrassed I could dig a hole and crawl into it.
Ντρέπομαι τόσο πολύ που θα μπορούσα να σκάψω μια τρύπα και να συρθώ μέσα σε αυτήν.
For free English to Greek translation, utilize the Lingvanex translation apps.
We apply ultimate machine translation technology and artificial intelligence to offer a free Greek-English online text translator.