Translation meaning & definition of the word "embarrassed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντροπιασμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embarrassed
[Ντροπιασμένος]/ɪmbɛrəst/
adjective
1. Feeling or caused to feel uneasy and self-conscious
- "Felt abashed at the extravagant praise"
- "Chagrined at the poor sales of his book"
- "Was embarrassed by her child's tantrums"
- synonym:
- abashed ,
- chagrined ,
- embarrassed
1. Αίσθημα ή προκαλείται για να αισθάνονται άβολα και αυτοσυνείδητα
- "Αισθάνθηκε απογοητευμένος από τον υπερβολικό έπαινο"
- "Φανταστείτε τις κακές πωλήσεις του βιβλίου του"
- "Ντρέπονταν για τα ξεσπάσματα του παιδιού της"
- συνώνυμο:
- αποσυντίθεται ,
- τσαγκρισμένοσ ,
- ντροπή
2. Made to feel uncomfortable because of shame or wounded pride
- "Too embarrassed to say hello to his drunken father on the street"
- "Humiliated that his wife had to go out to work"
- "Felt mortified by the comparison with her sister"
- synonym:
- embarrassed ,
- humiliated ,
- mortified
2. Φτιαγμένο για να αισθάνεται άβολα λόγω ντροπής ή τραυματισμένης υπερηφάνειας
- "Ντρέπομαι να πω γεια στον μεθυσμένο πατέρα του στο δρόμο"
- "Αφύπνισε ότι η γυναίκα του έπρεπε να βγει στη δουλειά"
- "Αισθάνθηκε νευριασμένος από τη σύγκριση με την αδελφή της"
- συνώνυμο:
- ντροπή ,
- ταπεινωμένο ,
- νεκρώνω
Examples of using
Tom's embarrassed.
Ο Τομ ντρέπεται.
When I don't have anything to say, I am not embarrassed to be quiet.
Όταν δεν έχω τίποτα να πω, δεν ντρέπομαι να είμαι ήσυχος.
Tom is embarrassed about buying condoms.
Ο Τομ ντρέπεται να αγοράσει προφυλακτικά.