Translation meaning & definition of the word "embark" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμβαδόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embark
[Ξεκινώ]/ɛmbɑrk/
verb
1. Go on board
- synonym:
- embark ,
- ship
1. Πηγαίνω στο πλοίο
- συνώνυμο:
- επιβιβάζομαι ,
- πλοίο
2. Set out on (an enterprise or subject of study)
- "She embarked upon a new career"
- synonym:
- embark ,
- enter
2. Ξεκινήστε για (ανή επιχείρηση ή αντικείμενο μελέτης)
- "Ξεκίνησε μια νέα καριέρα"
- συνώνυμο:
- επιβιβάζομαι ,
- εισάγω
3. Proceed somewhere despite the risk of possible dangers
- "We ventured into the world of high-tech and bought a supercomputer"
- synonym:
- venture ,
- embark
3. Προχωρήστε κάπου παρά τον κίνδυνο πιθανών κινδύνων
- "Επιχειρήσαμε στον κόσμο της υψηλής τεχνολογίας και αγοράσαμε έναν υπερυπολογιστή"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- επιβιβάζομαι