Translation meaning & definition of the word "embargo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εμπάργκο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embargo
[Εμπάργκο]/ɛmbɑrgoʊ/
noun
1. A government order imposing a trade barrier
- synonym:
- embargo ,
- trade embargo ,
- trade stoppage
1. Κυβερνητική τάξη που επιβάλλει εμπορικό φραγμό
- συνώνυμο:
- εμπάργκο ,
- εμπορικό εμπάργκο ,
- διακοπή του εμπορίου
verb
1. Ban the publication of (documents), as for security or copyright reasons
- "Embargoed publications"
- synonym:
- embargo
1. Απαγόρευση της δημοσίευσης (εγγράφων), όπως για λόγους ασφάλειας ή πνευματικών δικαιωμάτων
- "Εμπαραγωγικές δημοσιεύσεις"
- συνώνυμο:
- εμπάργκο
2. Prevent commerce
- "The u.s. embargoes libya"
- synonym:
- embargo
2. Αποτρέψτε το εμπόριο
- "Οι ηπα εμποδίζουν τη λιβύη"
- συνώνυμο:
- εμπάργκο