Translation meaning & definition of the word "emasculate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "υπερεκπλήρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emasculate
[Εξαναγκάζω]/əmæskjulɪt/
verb
1. Deprive of strength or vigor
- "The senate emasculated the law"
- synonym:
- emasculate ,
- castrate
1. Στέρηση δύναμης ή σθένους
- "Η γερουσία εξαγρίωσε το νόμο"
- συνώνυμο:
- ευνουχίζω
2. Remove the testicles of a male animal
- synonym:
- emasculate ,
- castrate ,
- demasculinize ,
- demasculinise
2. Αφαιρέστε τους όρχεις ενός αρσενικού ζώου
- συνώνυμο:
- ευνουχίζω ,
- απασχολώ ,
- απασχολούνται
adjective
1. Having unsuitable feminine qualities
- synonym:
- effeminate ,
- emasculate ,
- epicene ,
- cissy ,
- sissified ,
- sissyish ,
- sissy
1. Έχοντας ακατάλληλες γυναικείες ιδιότητες
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- ευνουχίζω ,
- επικένιο ,
- σίσσυ ,
- αποποιηθεί ,
- σισσώδησ
Examples of using
Constructed languages either are simplified as much as possible, or their grammar lacks for harmony peculiar to natural languages. Both disadvantages emasculate the language.
Οι κατασκευασμένες γλώσσες είτε απλοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερο, είτε η γραμματική τους στερείται αρμονίας παράξενη. Και τα δύο μειονεκτήματα ευνοούν τη γλώσσα.