Translation meaning & definition of the word "emancipate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emancipate
[Εμποτίζω]/ɪmænsəpet/
verb
1. Give equal rights to
- Of women and minorities
- synonym:
- emancipate ,
- liberate
1. Να δίνει ίσα δικαιώματα σε
- Γυναικών και μειονοτήτων
- συνώνυμο:
- χειραφετώ ,
- απελευθερώνω
2. Free from slavery or servitude
- synonym:
- manumit ,
- emancipate
2. Απαλλαγμένος από τη δουλεία ή τη δουλεία
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο ,
- χειραφετώ