Translation meaning & definition of the word "elves" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλέφη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elves
[Ξωτικά]/ɛlvz/
noun
1. An acronym for emissions of light and very low frequency perturbations due to electromagnetic pulse sources
- Extremely bright extremely short (less than a msec) electrical flashes forming a huge ring (up to 400 km diameter) in the ionosphere
- synonym:
- elves
1. Ένα ακρωνύμιο για τις εκπομπές των διαταραχών φωτός και πολύ χαμηλής συχνότητας λόγω των ηλεκτρομαγνητικών πηγών σφυγμού
- Εξαιρετικά φωτεινό εξαιρετικά σύντομο ( από ηλεκτρικές λάμψεις που σχηματίζουν έναν τεράστιο δακτύλιο ) μέχρι 400 χιλιόμετρα διάμετρος( στην ιονόσφαιρα
- συνώνυμο:
- ξωτικά