Translation meaning & definition of the word "elusive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλεκτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elusive
[Αποφασιστικός]/ɪlusɪv/
adjective
1. Difficult to describe
- "A haunting elusive odor"
- synonym:
- elusive
1. Δύσκολο να περιγραφεί
- "Μια στοιχειωμένη αόριστη οσμή"
- συνώνυμο:
- απολυτρωτικόσ
2. Skillful at eluding capture
- "A cabal of conspirators, each more elusive than the archterrorist"- david kline
- synonym:
- elusive
2. Επιδέξιος στην αποφυγή σύλληψης
- "Μια συμμορία συνωμοτών, ο καθένας πιο αόριστος από τον αρχτρομοκράτη" - ντέιβιντ κλάιν
- συνώνυμο:
- απολυτρωτικόσ
3. Difficult to detect or grasp by the mind or analyze
- "His whole attitude had undergone a subtle change"
- "A subtle difference"
- "That elusive thing the soul"
- synonym:
- elusive ,
- subtle
3. Είναι δύσκολο να εντοπιστεί ή να κατανοηθεί από το μυαλό ή να αναλύσει
- "Η όλη στάση του είχε υποστεί μια λεπτή αλλαγή"
- "Μια λεπτή διαφορά"
- "Αυτό το αόριστο πράγμα η ψυχή"
- συνώνυμο:
- απολυτρωτικόσ ,
- λεπτός
4. Making great mental demands
- Hard to comprehend or solve or believe
- "A baffling problem"
- "I faced the knotty problem of what to have for breakfast"
- "A problematic situation at home"
- synonym:
- baffling ,
- elusive ,
- knotty ,
- problematic ,
- problematical ,
- tough
4. Κάνοντας μεγάλες πνευματικές απαιτήσεις
- Δύσκολο να κατανοήσει ή να λύσει ή να πιστέψει
- "Ένα πρόβλημα αναφοράς"
- "Αντιμετώπισα το πρόβλημα του τι να πάρω για πρωινό"
- "Μια προβληματική κατάσταση στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- απολυτρωτικόσ ,
- ανακατωμένοσ ,
- προβληματικόσ ,
- σκληρός