Translation meaning & definition of the word "eloquently" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύγλωττα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eloquently
[Επιπληκτικά]/ɛləkwəntli/
adverb
1. With eloquence
- "He expressed his ideas eloquently"
- synonym:
- eloquently ,
- articulately
1. Με ευγλωττία
- "Εξέφρασε εύγλωττα τις ιδέες του"
- συνώνυμο:
- εύγλωττα ,
- αρθρωτά
2. In an articulate manner
- "He argued articulately for his plan"
- synonym:
- articulately ,
- eloquently
2. Με αρθρωτό τρόπο
- "Υποστήριξε αρθρωτά για το σχέδιό του"
- συνώνυμο:
- αρθρωτά ,
- εύγλωττα
Examples of using
He spoke so eloquently that the audience were all moved to tears.
Μίλησε τόσο εύγλωττα που το κοινό μεταφέρθηκε σε δάκρυα.