Translation meaning & definition of the word "eloquent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύγλωττο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eloquent
[Επιπλέον]/ɛləkwənt/
adjective
1. Expressing yourself readily, clearly, effectively
- "Able to dazzle with his facile tongue"
- "Silver speech"
- synonym:
- eloquent ,
- facile ,
- fluent ,
- silver ,
- silver-tongued ,
- smooth-spoken
1. Εκφράζετε τον εαυτό σας εύκολα, ξεκάθαρα, αποτελεσματικά
- "Μπορεί να θαμπώσει με την εύκολη γλώσσα του"
- "Ασημένια ομιλία"
- συνώνυμο:
- εύγλωττοσ ,
- ευπρόσωποσ ,
- άπταιστος ,
- ασημένιος ,
- απαλός