Translation meaning & definition of the word "elm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elm
[Έλμ]/ɛlm/
noun
1. Any of various trees of the genus ulmus: important timber or shade trees
- synonym:
- elm ,
- elm tree
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα του γένους ούλμους: σημαντική ξυλεία ή δέντρα σκιά
- συνώνυμο:
- ελμ ,
- δέντρο του Έλμ
2. Hard tough wood of an elm tree
- Used for e.g. implements and furniture
- synonym:
- elm ,
- elmwood
2. Σκληρό σκληρό ξύλο ενός δέντρου ξωτικών
- Χρησιμοποιείται για π.χ. εργαλεία και έπιπλα
- συνώνυμο:
- ελμ ,
- έλμουντ