Translation meaning & definition of the word "elliptical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελλειπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elliptical
[Ελλειπτικόσ]/ɪlɪptɪkəl/
adjective
1. Rounded like an egg
- synonym:
- egg-shaped ,
- elliptic ,
- elliptical ,
- oval ,
- oval-shaped ,
- ovate ,
- oviform ,
- ovoid ,
- prolate
1. Στρογγυλεμένο σαν αυγό
- συνώνυμο:
- σε σχήμα αυγού ,
- ελλειπτικό ,
- ελλειπτικόσ ,
- οβάλ ,
- οβάλ σχήμα ,
- ωοειδήσ ,
- ωοειδή ,
- προλατικό
2. Characterized by extreme economy of expression or omission of superfluous elements
- "The dialogue is elliptic and full of dark hints"
- "The explanation was concise, even elliptical to the verge of obscurity"- h.o.taylor
- synonym:
- elliptic ,
- elliptical
2. Χαρακτηρίζεται από ακραία οικονομία έκφρασης ή παράλειψη περιττών στοιχείων
- "Ο διάλογος είναι ελλειπτικός και γεμάτος σκοτεινούς υπαινιγμούς"
- "Η εξήγηση ήταν συνοπτική, ακόμη και ελλειπτική στα πρόθυρα της αφάνειας" - η.ο.τέιλορ
- συνώνυμο:
- ελλειπτικό ,
- ελλειπτικόσ