Translation meaning & definition of the word "elk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elk
[Ελκ]/ɛlk/
noun
1. Large northern deer with enormous flattened antlers in the male
- Called `elk' in europe and `moose' in north america
- synonym:
- elk ,
- European elk ,
- moose ,
- Alces alces
1. Μεγάλο βόρειο ελάφι με τεράστια πεπλατυσμένα κέρατα στο αρσενικό
- Λέγεται `ελκ στην ευρώπη και `επάλειψη' στη βόρεια αμερική
- συνώνυμο:
- ελκ ,
- Ευρωπαϊκό άλκη ,
- ανατροφή ,
- Άλκες άλγη
2. Large north american deer with large much-branched antlers in the male
- synonym:
- wapiti ,
- elk ,
- American elk ,
- Cervus elaphus canadensis
2. Μεγάλο ελάφι της βόρειας αμερικής με μεγάλα πολυκλαδισμένα κέρατα στο αρσενικό
- συνώνυμο:
- γουάπιτι ,
- ελκ ,
- Αμερικανικό ξωτικό ,
- Καναδένση του τραχήλου της μήτρας
3. Common deer of temperate europe and asia
- synonym:
- red deer ,
- elk ,
- American elk ,
- wapiti ,
- Cervus elaphus
3. Κοινό ελάφι της εύκρατης ευρώπης και της ασίας
- συνώνυμο:
- κόκκινο ελάφι ,
- ελκ ,
- Αμερικανικό ξωτικό ,
- γουάπιτι ,
- Τραχήλου της μήτρας
Examples of using
Tom seems to have made off with the elk carcass.
Ο Τομ φαίνεται να έχει απογειωθεί με το σφάγιο του άλκη.