Translation meaning & definition of the word "elixir" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελιξίριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elixir
[Ελιξίριο]/ɪlɪksər/
noun
1. A sweet flavored liquid (usually containing a small amount of alcohol) used in compounding medicines to be taken by mouth in order to mask an unpleasant taste
- synonym:
- elixir
1. Ένα γλυκό αρωματισμένο υγρό (συνήθως περιέχει μικρή ποσότητα αλκοόλ) που χρησιμοποιείται σε σύνθετα φάρμακα για να καλύψει μια δυσάρεστη γεύση
- συνώνυμο:
- ελιξίριο
2. Hypothetical substance that the alchemists believed to be capable of changing base metals into gold
- synonym:
- philosopher's stone ,
- philosophers' stone ,
- elixir
2. Υποθετική ουσία ότι οι αλχημιστές πίστευαν ότι ήταν σε θέση να μετατρέψουν τα βασικά μέταλλα σε χρυσό
- συνώνυμο:
- η πέτρα του φιλοσόφου ,
- πέτρα των φιλοσόφων ,
- ελιξίριο
3. A substance believed to cure all ills
- synonym:
- elixir
3. Μια ουσία που πιστεύεται ότι θεραπεύει όλα τα δεινά
- συνώνυμο:
- ελιξίριο