Translation meaning & definition of the word "eligibility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλεξιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eligibility
[Επιλεξιμότητα]/ɛlɪʤəbɪlɪti/
noun
1. The quality or state of being eligible
- "Eligibility of a candidate for office"
- "Eligibility for a loan"
- synonym:
- eligibility
1. Την ποιότητα ή την κατάσταση που είναι επιλέξιμες
- "Επιλεξιμότητα υποψηφίου για το γραφείο"
- "Επιλεξιμότητα για δάνειο"
- συνώνυμο:
- επιλεξιμότητα