Translation meaning & definition of the word "elicit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεύθερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elicit
[Αποσπώ]/ɪlɪsɪt/
verb
1. Call forth (emotions, feelings, and responses)
- "Arouse pity"
- "Raise a smile"
- "Evoke sympathy"
- synonym:
- arouse ,
- elicit ,
- enkindle ,
- kindle ,
- evoke ,
- fire ,
- raise ,
- provoke
1. Καλέστε τις (εμφανίσεις, τα συναισθήματα και τις απαντήσεις)
- "Λυπημένος στο σπίτι"
- "Ανοίξτε ένα χαμόγελο"
- "Αποκαλύψτε συμπάθεια"
- συνώνυμο:
- ξυπνάω ,
- αποσπώ ,
- εξευγενίζω ,
- ανάβω ,
- προκαλώ ,
- φωτιά ,
- αυξάνω
2. Deduce (a principle) or construe (a meaning)
- "We drew out some interesting linguistic data from the native informant"
- synonym:
- educe ,
- evoke ,
- elicit ,
- extract ,
- draw out
2. Συμπέρασμα (α αρχή) ή ερμηνεία (α που σημαίνει)
- "Συντάξαμε μερικά ενδιαφέροντα γλωσσικά δεδομένα από τον εγγενή πληροφοριοδότη"
- συνώνυμο:
- εντουίζω ,
- προκαλώ ,
- αποσπώ ,
- εκχύλισμα ,
- παρασύρω
3. Derive by reason
- "Elicit a solution"
- synonym:
- elicit
3. Προέρχεται από τη λογική
- "Επιθυμείτε μια λύση"
- συνώνυμο:
- αποσπώ