Translation meaning & definition of the word "elf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εαυτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elf
[Ελφ]/ɛlf/
noun
1. (folklore) fairies that are somewhat mischievous
- synonym:
- elf ,
- hob ,
- gremlin ,
- pixie ,
- pixy ,
- brownie ,
- imp
1. (λαϊκές νεράιδες που είναι κάπως άτακτες
- συνώνυμο:
- ελφ ,
- εστία ,
- γκρίλιν ,
- πίξι ,
- εικονολατρεία ,
- μπράουνι ,
- εμπόδιο
2. Below 3 kilohertz
- synonym:
- extremely low frequency ,
- ELF
2. Κάτω από 3 κιλοχέρτζ
- συνώνυμο:
- εξαιρετικά χαμηλή συχνότητα ,
- ΕΛΦ
Examples of using
"I want my dark elf to be blue." "OK... That one's purple. You'll be purple for this week."
"Θέλω το σκοτεινό ξωτικό μου να είναι μπλε." "ΟΚ... Αυτό είναι μωβ. Θα είσαι μωβ για αυτή την εβδομάδα."