Translation meaning & definition of the word "elevation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνάφεια" στην ελληνική γλώσσα
Elevation
[Ανύψωση]noun
1. The event of something being raised upward
- "An elevation of the temperature in the afternoon"
- "A raising of the land resulting from volcanic activity"
- synonym:
- elevation ,
- lift ,
- raising
1. Το γεγονός ότι κάτι ανυψώνεται προς τα πάνω
- "Ανύψωση της θερμοκρασίας το απόγευμα"
- "Αύξηση της γης που προκύπτει από ηφαιστειακή δραστηριότητα"
- συνώνυμο:
- υψόμετρο ,
- ανυψωτήρας ,
- αύξηση
2. The highest level or degree attainable
- The highest stage of development
- "His landscapes were deemed the acme of beauty"
- "The artist's gifts are at their acme"
- "At the height of her career"
- "The peak of perfection"
- "Summer was at its peak"
- "...catapulted einstein to the pinnacle of fame"
- "The summit of his ambition"
- "So many highest superlatives achieved by man"
- "At the top of his profession"
- synonym:
- acme ,
- height ,
- elevation ,
- peak ,
- pinnacle ,
- summit ,
- superlative ,
- meridian ,
- tiptop ,
- top
2. Το υψηλότερο επίπεδο ή βαθμός εφικτό
- Το υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης
- "Τα τοπία του θεωρούνταν η ακμή της ομορφιάς"
- "Τα δώρα του καλλιτέχνη είναι στην ακμή τους"
- "Στο απόγειο της καριέρας της"
- "Η κορυφή της τελειότητας"
- "Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του"
- "...κατάπληξε τον αϊνστάιν στο αποκορύφωμα της φήμης"
- "Η σύνοδος κορυφής της φιλοδοξίας του"
- "Τόσα υψηλότερα υπερρεαλιστικά που επιτυγχάνονται από τον άνθρωπο"
- "Στην κορυφή του επαγγέλματός του"
- συνώνυμο:
- ακμή ,
- ύψος ,
- υψόμετρο ,
- κορυφή ,
- αποκορύφωμα ,
- σύνοδος κορυφής ,
- υπερθετικόσ ,
- μεσημβρινός ,
- πτώση
3. Angular distance above the horizon (especially of a celestial object)
- synonym:
- elevation ,
- EL ,
- altitude ,
- ALT
3. Γωνιακή απόσταση πάνω από τον ορίζοντα (ειδικά ενός ουράνιου αντικειμένου)
- συνώνυμο:
- υψόμετρο ,
- ΕΛ ,
- ΒΩΜΌΣ
4. A raised or elevated geological formation
- synonym:
- natural elevation ,
- elevation
4. Αυξημένος ή αυξημένος γεωλογικός σχηματισμός
- συνώνυμο:
- φυσική ανύψωση ,
- υψόμετρο
5. Distance of something above a reference point (such as sea level)
- "There was snow at the higher elevations"
- synonym:
- elevation
5. Απόσταση από κάτι πάνω από ένα σημείο αναφοράς (όπως η στάθμη της θάλασσας)
- "Υπήρχε χιόνι στα υψηλότερα υψόμετρα"
- συνώνυμο:
- υψόμετρο
6. (ballet) the height of a dancer's leap or jump
- "A dancer of exceptional elevation"
- synonym:
- elevation
6. (βαλετ) το ύψος του άλματος ή του άλματος ενός χορευτή
- "Ένας χορευτής εξαιρετικής ανύψωσης"
- συνώνυμο:
- υψόμετρο
7. Drawing of an exterior of a structure
- synonym:
- elevation
7. Σχέδιο ενός εξωτερικού της δομής
- συνώνυμο:
- υψόμετρο
8. The act of increasing the wealth or prestige or power or scope of something
- "The aggrandizement of the king"
- "His elevation to cardinal"
- synonym:
- aggrandizement ,
- aggrandisement ,
- elevation
8. Η πράξη της αύξησης του πλούτου ή του κύρους ή της δύναμης ή του πεδίου εφαρμογής κάποιου πράγματος
- "Η επαίνεση του βασιλιά"
- "Η ανύψωσή του στον καρδινάλιο"
- συνώνυμο:
- επιδείνωση ,
- υψόμετρο