Translation meaning & definition of the word "elevated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανυψωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elevated
[Ανυψωμένο]/ɛləvetɪd/
noun
1. A railway that is powered by electricity and that runs on a track that is raised above the street level
- synonym:
- elevated railway ,
- elevated railroad ,
- elevated ,
- el ,
- overhead railway
1. Ένας σιδηρόδρομος που τροφοδοτείται από ηλεκτρισμό και που τρέχει σε μια πίστα που υψώνεται πάνω από το επίπεδο του δρόμου
- συνώνυμο:
- αυξημένος σιδηρόδρομος ,
- αυξημένα ,
- ελ ,
- εναέρια σιδηροδρομική γραμμή
adjective
1. Raised above the ground
- "An elevated platform"
- synonym:
- elevated
1. Ανυψωμένος πάνω από το έδαφος
- "Μια ανυψωμένη πλατφόρμα"
- συνώνυμο:
- αυξημένα
2. Of high moral or intellectual value
- Elevated in nature or style
- "An exalted ideal"
- "Argue in terms of high-flown ideals"- oliver franks
- "A noble and lofty concept"
- "A grand purpose"
- synonym:
- exalted ,
- elevated ,
- sublime ,
- grand ,
- high-flown ,
- high-minded ,
- lofty ,
- rarefied ,
- rarified ,
- idealistic ,
- noble-minded
2. Υψηλής ηθικής ή διανοητικής αξίας
- Αυξημένα στη φύση ή το στυλ
- "Ένα υπερυψωμένο ιδανικό"
- "Αργείο από την άποψη των υψηλών ιδανικών" - όλιβερ φρανκς
- "Μια ευγενής και υψηλή έννοια"
- "Μεγάλος σκοπός"
- συνώνυμο:
- εξύψωση ,
- αυξημένα ,
- υπέρτατοσ ,
- μεγάλος ,
- υψηλή λειτουργία ,
- υψηλόμυαλος ,
- υψηλός ,
- απαρατήρητοσ ,
- αποσαφηνίζεται ,
- ιδεαλιστική ,
- ευγενήσ
3. Increased in amount or degree
- "Raised temperature"
- synonym:
- raised(a) ,
- elevated
3. Αυξημένος σε ποσό ή βαθμό
- "Αναβαθμισμένη θερμοκρασία"
- συνώνυμο:
- ανεβρι() ,
- αυξημένα