Translation meaning & definition of the word "elevate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβαθμίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elevate
[Ανυψώ]/ɛləvet/
verb
1. Give a promotion to or assign to a higher position
- "John was kicked upstairs when a replacement was hired"
- "Women tend not to advance in the major law firms"
- "I got promoted after many years of hard work"
- synonym:
- promote ,
- upgrade ,
- advance ,
- kick upstairs ,
- raise ,
- elevate
1. Δώστε μια προσφορά ή εκχωρήστε σε μια υψηλότερη θέση
- "Ο τζον κλωτσούσε στον επάνω όροφο όταν προσλήφθηκε ένας αντικαταστάτης"
- "Οι γυναίκες τείνουν να μην προχωρούν στις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες"
- "Έχω προωθηθεί μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς"
- συνώνυμο:
- προωθώ ,
- αναβάθμιση ,
- προκαταβολή ,
- κλωτσιά πάνω ,
- αυξάνω ,
- ανυψώ
2. Raise from a lower to a higher position
- "Raise your hands"
- "Lift a load"
- synonym:
- raise ,
- lift ,
- elevate ,
- get up ,
- bring up
2. Αυξήστε από το χαμηλότερο στο υψηλότερο σημείο
- "Σήκωσε τα χέρια σου"
- "Ανεβάστε ένα φορτίο"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- ανυψωτήρας ,
- ανυψώ ,
- σηκώνομαι ,
- αναφέρομαι
3. Raise in rank or condition
- "The new law lifted many people from poverty"
- synonym:
- lift ,
- raise ,
- elevate
3. Αυξάνω σε βαθμό ή κατάσταση
- "Ο νέος νόμος έβγαλε πολλούς ανθρώπους από τη φτώχεια"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρας ,
- αυξάνω ,
- ανυψώ