Translation meaning & definition of the word "elegance" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "κομψότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elegance
[Κομψότητα]/ɛləgəns/
noun
1. A refined quality of gracefulness and good taste
- "She conveys an aura of elegance and gentility"
- synonym:
- elegance
1. Μια εκλεπτυσμένη ποιότητα χάρης και καλού γούστου
- "Μεταφέρει μια αύρα κομψότητας και ευγένειας"
- συνώνυμο:
- κομψότητα
2. A quality of neatness and ingenious simplicity in the solution of a problem (especially in science or mathematics)
- "The simplicity and elegance of his invention"
- synonym:
- elegance
2. Μια ποιότητα τακτοποίησης και έξυπνης απλότητας στη λύση ενός προβλήματος (ειδικά στις επιστήμες ή τα μαθηματικά)
- "Η απλότητα και η κομψότητα της εφεύρεσής του"
- συνώνυμο:
- κομψότητα