Translation meaning & definition of the word "elective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elective
[Εκλεκτικόσ]/ɪlɛktɪv/
noun
1. A course that the student can select from among alternatives
- synonym:
- elective course ,
- elective
1. Ένα μάθημα που ο μαθητής μπορεί να επιλέξει από εναλλακτικές λύσεις
- συνώνυμο:
- εκλεκτικό μάθημα ,
- εκλεκτικόσ
adjective
1. Subject to popular election
- "Elective official"
- synonym:
- elective ,
- elected
1. Υπόκεινται σε λαϊκές εκλογές
- "Επιλεκτικός αξιωματούχος"
- συνώνυμο:
- εκλεκτικόσ ,
- εκλεγμένος
2. Not compulsory
- "Elective surgery"
- "An elective course of study"
- synonym:
- elective
2. Δεν είναι υποχρεωτικό
- "Επιλεκτική χειρουργική"
- "Επιλεκτική πορεία σπουδών"
- συνώνυμο:
- εκλεκτικόσ