Translation meaning & definition of the word "elect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκλεγμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elect
[Εκλέγω]/ɪlɛkt/
noun
1. An exclusive group of people
- "One of the elect who have power inside the government"
- synonym:
- chosen ,
- elect
1. Μια αποκλειστική ομάδα ανθρώπων
- "Ένας από τους εκλεκτούς που έχουν εξουσία μέσα στην κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- επιλεγμένος ,
- εκλέγω
verb
1. Select by a vote for an office or membership
- "We elected him chairman of the board"
- synonym:
- elect
1. Επιλέξτε με ψήφο για ένα γραφείο ή μέλος
- "Τον εκλέξαμε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- εκλέγω
2. Choose
- "I elected to have my funds deposited automatically"
- synonym:
- elect
2. Επιλέγω
- "Επέλεξα να καταθέσω τα χρήματά μου αυτόματα"
- συνώνυμο:
- εκλέγω
adjective
1. Selected as the best
- "An elect circle of artists"
- "Elite colleges"
- synonym:
- elect ,
- elite
1. Επιλεγμένο ως το καλύτερο
- "Ένας ηλεκτρικός κύκλος καλλιτεχνών"
- "Ελευθεριακά κολέγια"
- συνώνυμο:
- εκλέγω ,
- ελίτ
2. Elected but not yet installed in office
- "The president elect"
- synonym:
- elect(ip)
2. Εκλεγμένος αλλά δεν έχει εγκατασταθεί ακόμα στο γραφείο
- "Εκλέγει ο πρόεδρος"
- συνώνυμο:
- ηλεκτ()
Examples of using
Let's elect Putin once more!
Ας εκλέξουμε τον Πούτιν για άλλη μια φορά!
Let's elect Putin once more!
Ας εκλέξουμε τον Πούτιν για άλλη μια φορά!