Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "elder" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλαιότερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Elder

[Πρεσβύτερος]
/ɛldər/

noun

1. A person who is older than you are

    synonym:
  • elder
  • ,
  • senior

1. Ένα άτομο που είναι μεγαλύτερο από εσάς

    συνώνυμο:
  • πρεσβύτερος
  • ,
  • ανώτερος

2. Any of numerous shrubs or small trees of temperate and subtropical northern hemisphere having white flowers and berrylike fruit

    synonym:
  • elder
  • ,
  • elderberry bush

2. Οποιοσδήποτε από τους πολυάριθμους θάμνους ή τα μικρά δέντρα του εύκρατου και υποτροπικού βόρειου ημισφαιρίου με λευκά λουλούδια και φρούτα

    συνώνυμο:
  • πρεσβύτερος
  • ,
  • βατόμουρο

3. Any of various church officers

    synonym:
  • elder

3. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους αξιωματικούς της εκκλησίας

    συνώνυμο:
  • πρεσβύτερος

adjective

1. Used of the older of two persons of the same name especially used to distinguish a father from his son

  • "Bill adams, sr."
    synonym:
  • elder
  • ,
  • older
  • ,
  • sr.

1. Χρησιμοποιείται από τα μεγαλύτερα από δύο άτομα με το ίδιο όνομα ειδικά χρησιμοποιείται για να διακρίνει έναν πατέρα από το γιο του

  • "Μπιλ άνταμς, σρ."
    συνώνυμο:
  • πρεσβύτερος
  • ,
  • μεγαλύτερησ
  • ,
  • σρ.

Examples of using

I'm your elder sister.
Είμαι η μεγαλύτερη αδερφή σου.
My elder brother doesn't do sports.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου δεν κάνει αθλήματα.
Tom is my elder brother.
Ο Τομ είναι ο μεγαλύτερος αδερφός μου.