Translation meaning & definition of the word "elation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elation
[Ηλεκτρισμός]/ɪleʃən/
noun
1. An exhilarating psychological state of pride and optimism
- An absence of depression
- synonym:
- elation
1. Συναρπαστική ψυχολογική κατάσταση υπερηφάνειας και αισιοδοξίας
- Η απουσία της κατάθλιψης
- συνώνυμο:
- ευφορία
2. A feeling of joy and pride
- synonym:
- elation ,
- high spirits ,
- lightness
2. Αίσθηση χαράς και υπερηφάνειας
- συνώνυμο:
- ευφορία ,
- υψηλά πνεύματα ,
- ελαφρότητα