Translation meaning & definition of the word "elated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδεδεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elated
[Επιμηκύνεται]/ɪletəd/
adjective
1. Exultantly proud and joyful
- In high spirits
- "The elated winner"
- "Felt elated and excited"
- synonym:
- elated
1. Εξαιρετικά περήφανος και χαρούμενος
- Σε υψηλά πνεύματα
- "Ο εκλεπτυσμένος νικητής"
- "Ένιωσα ενθουσιασμένος και ενθουσιασμένος"
- συνώνυμο:
- εκλεπτύνεται
2. Full of high-spirited delight
- "A joyful heart"
- synonym:
- elated ,
- gleeful ,
- joyful ,
- jubilant
2. Γεμάτο από υψηλή απόλαυση
- "Χαρούμενη καρδιά"
- συνώνυμο:
- εκλεπτύνεται ,
- χαρούμενος ,
- ευφυολόγοσ