Translation meaning & definition of the word "elaboration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Elaboration
[Επεξεργασία]/ɪlæbəreʃən/
noun
1. Addition of extra material or illustration or clarifying detail
- "A few remarks added in amplification and defense"
- "An elaboration of the sketch followed"
- synonym:
- amplification ,
- elaboration
1. Προσθήκη επιπλέον υλικού ή απεικόνισης ή διευκρίνισης λεπτομερειών
- "Μερικές παρατηρήσεις προστέθηκαν στην ενίσχυση και την άμυνα"
- "Ακολούθησε επεξεργασία του σκίτσου"
- συνώνυμο:
- ενίσχυση ,
- επεξεργασία
2. The result of improving something
- "He described a refinement of this technique"
- synonym:
- refinement ,
- elaboration
2. Το αποτέλεσμα της βελτίωσης κάποιου πράγματος
- "Περιέγραψε μια βελτίωση αυτής της τεχνικής"
- συνώνυμο:
- βελτίωση ,
- επεξεργασία
3. A discussion that provides additional information
- synonym:
- expansion ,
- enlargement ,
- elaboration
3. Μια συζήτηση που παρέχει πρόσθετες πληροφορίες
- συνώνυμο:
- επέκταση ,
- διεύρυνση ,
- επεξεργασία
4. Marked by elaborately complex detail
- synonym:
- elaborateness ,
- elaboration ,
- intricacy ,
- involution
4. Χαρακτηρίζεται από περίτεχνα πολύπλοκη λεπτομέρεια
- συνώνυμο:
- επεξεργασία ,
- περιπλοκή ,
- επίκληση
5. Developing in intricate and painstaking detail
- synonym:
- elaboration ,
- working out
5. Ανάπτυξη με περίπλοκη και επίπονη λεπτομέρεια
- συνώνυμο:
- επεξεργασία