Translation meaning & definition of the word "egotist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγωιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Egotist
[Εγωιστής]/igətɪst/
noun
1. A conceited and self-centered person
- synonym:
- egotist ,
- egoist ,
- swellhead
1. Ένας περίπλοκος και εγωκεντρικός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- εγωιστήσ ,
- εγωιστής ,
- πρησμένοσ
Examples of using
Tom is an egotist.
Ο Τομ είναι εγωιστής.