Translation meaning & definition of the word "egotism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγωτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Egotism
[Εγωισμός]/igətɪzəm/
noun
1. An exaggerated opinion of your own importance
- synonym:
- egotism ,
- self-importance ,
- swelled head
1. Μια υπερβολική άποψη για τη δική σας σημασία
- συνώνυμο:
- εγωισμός ,
- αυτοεκτίμηση ,
- πρησμένο κεφάλι
2. An inflated feeling of pride in your superiority to others
- synonym:
- ego ,
- egotism ,
- self-importance
2. Ένα φουσκωμένο αίσθημα υπερηφάνειας για την υπεροχή σας απέναντι στους άλλους
- συνώνυμο:
- εγώ ,
- εγωισμός ,
- αυτοεκτίμηση