Translation meaning & definition of the word "egoism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγωισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Egoism
[Εγωισμός]/igoʊɪzəm/
noun
1. (ethics) the theory that the pursuit of your own welfare in the basis of morality
- synonym:
- egoism
1. (ηθικ) η θεωρία ότι η επιδίωξη της δικής σας ευημερίας στη βάση της ηθικής
- συνώνυμο:
- εγωισμός
2. Concern for your own interests and welfare
- synonym:
- egoism ,
- egocentrism ,
- self-interest ,
- self-concern ,
- self-centeredness
2. Ανησυχία για τα δικά σας συμφέροντα και την ευημερία
- συνώνυμο:
- εγωισμός ,
- εγωκεντρισμός ,
- ατομικό συμφέρον ,
- αυτο-αναφερόμενος ,
- εγωκεντρικότητα