Translation meaning & definition of the word "ego" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ego
[Εγώ]/igoʊ/
noun
1. An inflated feeling of pride in your superiority to others
- synonym:
- ego ,
- egotism ,
- self-importance
1. Ένα φουσκωμένο αίσθημα υπερηφάνειας για την υπεροχή σας απέναντι στους άλλους
- συνώνυμο:
- εγώ ,
- εγωισμός ,
- αυτοεκτίμηση
2. Your consciousness of your own identity
- synonym:
- self ,
- ego
2. Η συνείδηση της δικής σας ταυτότητας
- συνώνυμο:
- εαυτός ,
- εγώ
3. (psychoanalysis) the conscious mind
- synonym:
- ego
3. (ψυχανάλυση) το συνειδητό μυαλό
- συνώνυμο:
- εγώ