Translation meaning & definition of the word "efficiently" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Efficiently
[Αποτελεσματικά]/ɪfɪʃəntli/
adverb
1. With efficiency
- In an efficient manner
- "He functions efficiently"
- synonym:
- efficiently ,
- expeditiously
1. Με αποτελεσματικότητα
- Με αποτελεσματικό τρόπο
- "Λειτουργεί αποτελεσματικά"
- συνώνυμο:
- αποτελεσματικά ,
- ταχέωσ