Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "efficiency" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Efficiency

[Αποδοτικότητα]
/ɪfɪʃənsi/

noun

1. The ratio of the output to the input of any system

    synonym:
  • efficiency

1. Ο λόγος της εξόδου προς την είσοδο οποιουδήποτε συστήματος

    συνώνυμο:
  • αποδοτικότητα

2. Skillfulness in avoiding wasted time and effort

  • "She did the work with great efficiency"
    synonym:
  • efficiency

2. Επιδεξιότητα στην αποφυγή χαμένου χρόνου και προσπάθειας

  • "Έκανε τη δουλειά με μεγάλη αποτελεσματικότητα"
    συνώνυμο:
  • αποδοτικότητα

Examples of using

Healthy food is essential for a healthy body and a healthy mind, and as a result, promotes maximum efficiency.
Η υγιεινή τροφή είναι απαραίτητη για ένα υγιές σώμα και ένα υγιές μυαλό, και ως αποτέλεσμα, προάγει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Charles Moore created Forth in an attempt to increase programmer productivity without sacrificing machine efficiency.
Ο Charles Moore δημιούργησε το Forth σε μια προσπάθεια να αυξήσει την παραγωγικότητα των προγραμματιστών χωρίς να θυσιάσει την απόδοση της μηχανής.
Everyone strives for efficiency but few seem to attain it.
Όλοι προσπαθούν για αποτελεσματικότητα, αλλά λίγοι φαίνεται να την επιτυγχάνουν.