Translation meaning & definition of the word "efficacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Efficacy
[Αποτελεσματικότητα]/ɛfɪkæsi/
noun
1. Capacity or power to produce a desired effect
- "Concern about the safety and efficacy of the vaccine"
- synonym:
- efficacy ,
- efficaciousness
1. Ικανότητα ή δύναμη για να παραγάγει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα
- "Συζήτηση για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου"
- συνώνυμο:
- αποτελεσματικότητα