Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "effectiveness" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Effectiveness

[Αποτελεσματικότητα]
/ɪfɛktɪvnəs/

noun

1. Power to be effective

  • The quality of being able to bring about an effect
    synonym:
  • effectiveness
  • ,
  • effectivity
  • ,
  • effectualness
  • ,
  • effectuality

1. Δύναμη να είναι αποτελεσματική

  • Η ποιότητα της ικανότητας να επιφέρει ένα αποτέλεσμα
    συνώνυμο:
  • αποτελεσματικότητα

2. Capacity to produce strong physiological or chemical effects

  • "The toxin's potency"
  • "The strength of the drinks"
    synonym:
  • potency
  • ,
  • effectiveness
  • ,
  • strength

2. Ικανότητα παραγωγής ισχυρών φυσιολογικών ή χημικών επιδράσεων

  • "Η ισχύς της τοξίνης"
  • "Η δύναμη των ποτών"
    συνώνυμο:
  • δραστικότητα
  • ,
  • αποτελεσματικότητα
  • ,
  • δύναμη