Translation meaning & definition of the word "effectively" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Effectively
[Αποτελεσματικά]/ɪfɛktɪvli/
adverb
1. In an effective manner
- "These are real problems that can be dealt with most effectively by rational discussion"
- synonym:
- efficaciously ,
- effectively
1. Με αποτελεσματικό τρόπο
- "Αυτά είναι πραγματικά προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά από τη λογική συζήτηση"
- συνώνυμο:
- αποτελεσματικά
2. In actuality or reality or fact
- "She is effectively his wife"
- "In effect, they had no choice"
- synonym:
- effectively ,
- in effect
2. Στην πραγματικότητα ή την πραγματικότητα ή το γεγονός
- "Είναι αποτελεσματικά η σύζυγός του"
- "Στην πραγματικότητα, δεν είχαν άλλη επιλογή"
- συνώνυμο:
- αποτελεσματικά ,
- στην πράξη