Translation meaning & definition of the word "efface" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρήνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Efface
[Αποφεύγω]/ɪfes/
verb
1. Remove completely from recognition or memory
- "Efface the memory of the time in the camps"
- synonym:
- obliterate ,
- efface
1. Αφαιρέστε εντελώς από την αναγνώριση ή τη μνήμη
- "Ειρήνη στη μνήμη του χρόνου στα στρατόπεδα"
- συνώνυμο:
- εξαλείφω
2. Make inconspicuous
- "Efface oneself"
- synonym:
- efface
2. Κάνω αντιφατικό
- "Ειρήνη στον εαυτό"
- συνώνυμο:
- εξαλείφω
3. Remove by or as if by rubbing or erasing
- "Please erase the formula on the blackboard--it is wrong!"
- synonym:
- erase ,
- rub out ,
- score out ,
- efface ,
- wipe off
3. Αφαιρέστε από ή σαν να τρίβετε ή να σβήνετε
- "Παρακαλώ διαγράψτε τον τύπο στον πίνακα-είναι λάθος!"
- συνώνυμο:
- διαγράφω ,
- τρίβω ,
- βάζω βαθμολογία ,
- εξαλείφω ,
- σκουπίζω