Translation meaning & definition of the word "eerie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρήνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eerie
[Έερι]/ɪri/
adjective
1. Suggestive of the supernatural
- Mysterious
- "An eerie feeling of deja vu"
- synonym:
- eerie
1. Υπαινισσόμενοι του υπερφυσικού
- Μυστηριώδης
- "Μια απόκοσμη αίσθηση του ντέια βου"
- συνώνυμο:
- ελάφι
2. Inspiring a feeling of fear
- Strange and frightening
- "An uncomfortable and eerie stillness in the woods"
- "An eerie midnight howl"
- synonym:
- eerie ,
- eery
2. Εμπνέοντας ένα αίσθημα φόβου
- Παράξενο και τρομακτικό
- "Μια άβολη και απόκοσμη ακινησία στο δάσος"
- "Ένα απόκοσμο μεσάνυχτα ουρλιάζει"
- συνώνυμο:
- ελάφι ,
- αει