Translation meaning & definition of the word "eel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τηλέφωνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eel
[Χαλέβη]/il/
noun
1. The fatty flesh of eel
- An elongate fish found in fresh water in europe and america
- Large eels are usually smoked or pickled
- synonym:
- eel
1. Η λιπαρή σάρκα του χέλι
- Ένα επιμήκη ψάρι που βρίσκεται στο γλυκό νερό στην ευρώπη και την αμερική
- Τα μεγάλα χέλια συνήθως καπνίζονται ή τουρσί
- συνώνυμο:
- χέλι
2. Voracious snakelike marine or freshwater fishes with smooth slimy usually scaleless skin and having a continuous vertical fin but no ventral fins
- synonym:
- eel
2. Ακόρεστα θαλάσσια ψάρια ή ψάρια γλυκού νερού με λείο γλοιώδες συνήθως ξεκλείδωτο δέρμα και συνεχή κάθετο πτερύγιο αλλά χωρίς κοιλιακά πτερύγια
- συνώνυμο:
- χέλι