Translation meaning & definition of the word "editorial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επιστημονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Editorial
[Εκδοτικόσ]/ɛdətɔriəl/
noun
1. An article giving opinions or perspectives
- synonym:
- column ,
- editorial ,
- newspaper column
1. Ένα άρθρο που δίνει απόψεις ή προοπτικές
- συνώνυμο:
- στήλη ,
- συντακτικόσ ,
- στήλη εφημερίδας
adjective
1. Of or relating to an article stating opinions or giving perspectives
- "Editorial column"
- synonym:
- editorial
1. Από ή σχετικά με ένα άρθρο που δηλώνει γνώμες ή παρέχει προοπτικές
- "Επιτηρούμενη στήλη"
- συνώνυμο:
- συντακτικόσ
2. Relating to or characteristic of an editor
- "Editorial duties"
- synonym:
- editorial
2. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ενός συντάκτη
- "Επεξεργαστικά καθήκοντα"
- συνώνυμο:
- συντακτικόσ