Translation meaning & definition of the word "editor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεξεργαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Editor
[Συντάκτησ]/ɛdətər/
noun
1. A person responsible for the editorial aspects of publication
- The person who determines the final content of a text (especially of a newspaper or magazine)
- synonym:
- editor ,
- editor in chief
1. Πρόσωπο υπεύθυνο για τις συντακτικές πτυχές της δημοσίευσης
- Το πρόσωπο που καθορίζει το τελικό περιεχόμενο ενός κειμένου (ειδικά μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού)
- συνώνυμο:
- εκδότης ,
- εκδότης στον αρχηγό
2. (computer science) a program designed to perform such editorial functions as rearrangement or modification or deletion of data
- synonym:
- editor program ,
- editor
2. (επιστήμη υπολογιστών) ένα πρόγραμμα σχεδιασμένο για την εκτέλεση τέτοιων συντακτικών λειτουργιών όπως αναδιάταξη ή τροποποίηση
- συνώνυμο:
- πρόγραμμα επεξεργασίας ,
- εκδότης
Examples of using
She is made to be an editor.
Είναι φτιαγμένη για να είναι συντάκτης.