Translation meaning & definition of the word "edition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έκδοση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edition
[Έκδοση]/ədɪʃən/
noun
1. The form in which a text (especially a printed book) is published
- synonym:
- edition
1. Η μορφή με την οποία δημοσιεύεται ένα κείμενο (ειδικά ένα έντυπο βιβλίο)
- συνώνυμο:
- έκδοση
2. All of the identical copies of something offered to the public at the same time
- "The first edition appeared in 1920"
- "It was too late for the morning edition"
- "They issued a limited edition of bach recordings"
- synonym:
- edition
2. Όλα τα πανομοιότυπα αντίγραφα κάτι που προσφέρεται στο κοινό ταυτόχρονα
- "Η πρώτη έκδοση εμφανίστηκε το 1920"
- "Ήταν πολύ αργά για την πρωινή έκδοση"
- "Εξέδωσαν μια περιορισμένη έκδοση των ηχογραφήσεων του μπαχ"
- συνώνυμο:
- έκδοση
3. An issue of a newspaper
- "He read it in yesterday's edition of the times"
- synonym:
- edition
3. Το θέμα μιας εφημερίδας
- "Το διάβασε στη χθεσινή έκδοση των καιρών"
- συνώνυμο:
- έκδοση
4. Something a little different from others of the same type
- "An experimental version of the night fighter"
- "A variant of the same word"
- "An emery wheel is the modern variation of a grindstone"
- "The boy is a younger edition of his father"
- synonym:
- version ,
- variant ,
- variation ,
- edition
4. Κάτι λίγο διαφορετικό από άλλα του ίδιου τύπου
- "Μια πειραματική έκδοση του νυχτερινού μαχητή"
- "Μια παραλλαγή της ίδιας λέξης"
- "Ένας τροχός είναι η σύγχρονη παραλλαγή ενός λίθου"
- "Το αγόρι είναι μια νεότερη έκδοση του πατέρα του"
- συνώνυμο:
- έκδοση ,
- παραλλαγή ,
- ποικιλία
Examples of using
Which is more complete, the first edition or the second?
Ποια είναι πιο ολοκληρωμένη, η πρώτη έκδοση ή η δεύτερη?
The first edition was published ten years ago.
Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε πριν από δέκα χρόνια.
The first edition was published ten years ago.
Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε πριν από δέκα χρόνια.