Translation meaning & definition of the word "edit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεξεργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edit
[Επεξεργασία]/ɛdət/
verb
1. Prepare for publication or presentation by correcting, revising, or adapting
- "Edit a book on lexical semantics"
- "She edited the letters of the politician so as to omit the most personal passages"
- synonym:
- edit ,
- redact
1. Προετοιμαστείτε για δημοσίευση ή παρουσίαση με διόρθωση, αναθεώρηση ή προσαρμογή
- "Επεξεργαστείτε ένα βιβλίο για τη λεξική σημασιολογία"
- "Επιμελήθηκε τις επιστολές του πολιτικού για να παραλείψει τα πιο προσωπικά αποσπάσματα"
- συνώνυμο:
- επεξεργασία ,
- επαναλαμβάνω
2. Supervise the publication of
- "The same family has been editing the influential newspaper for almost 100 years"
- synonym:
- edit
2. Εποπτεύει τη δημοσίευση των
- "Η ίδια οικογένεια έχει επεξεργαστεί την εφημερίδα με επιρροή για σχεδόν 100 χρόνια"
- συνώνυμο:
- επεξεργασία
3. Cut and assemble the components of
- "Edit film"
- "Cut recording tape"
- synonym:
- edit ,
- cut ,
- edit out
3. Κόψτε και συγκεντρώστε τα συστατικά του
- "Επεξεργασμένη ταινία"
- "Κοπή ταινία εγγραφής"
- συνώνυμο:
- επεξεργασία ,
- κόβω
4. Cut or eliminate
- "She edited the juiciest scenes"
- synonym:
- edit ,
- blue-pencil ,
- delete
4. Κόψτε ή εξαλείψτε
- "Επεξεργάστηκε τις πιο ζουμερές σκηνές"
- συνώνυμο:
- επεξεργασία ,
- μπλε-μολύβι ,
- διαγραφή
Examples of using
Welcome to Wikipedia, the free encyclopedia that anyone can edit.
Καλώς ήρθατε στη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια που μπορεί να επεξεργαστεί ο καθένας.
How often do you edit your profile?
Πόσο συχνά επεξεργάζεστε το προφίλ σας?