Translation meaning & definition of the word "edifying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεξεργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edifying
[Εποικοδομητικόσ]/ɛdəfaɪɪŋ/
adjective
1. Enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvement
- "The paintings in the church served an edifying purpose even for those who could not read"
- synonym:
- edifying ,
- enlightening
1. Διαφωτιστικό ή ανυψωτικό ώστε να ενθαρρύνει την πνευματική ή ηθική βελτίωση
- "Οι πίνακες στην εκκλησία εξυπηρετούσαν έναν εποικοδομητικό σκοπό ακόμη και για όσους δεν μπορούσαν να διαβάσουν"
- συνώνυμο:
- εποικοδομητικόσ ,
- διαφωτιστικόσ