Translation meaning & definition of the word "edible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εδώδιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edible
[Βρώσιμα]/ɛdəbəl/
noun
1. Any substance that can be used as food
- synonym:
- comestible ,
- edible ,
- eatable ,
- pabulum ,
- victual ,
- victuals
1. Οποιαδήποτε ουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο
- συνώνυμο:
- επιτήδευτοσ ,
- βρώσιμος ,
- φαγώσιμοσ ,
- παμπούλου ,
- νικητικόσ ,
- νικητέσ
adjective
1. Suitable for use as food
- synonym:
- edible ,
- comestible ,
- eatable
1. Κατάλληλο για χρήση ως τρόφιμο
- συνώνυμο:
- βρώσιμος ,
- επιτήδευτοσ ,
- φαγώσιμοσ
Examples of using
Is THIS edible?
ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΌ βρώσιμο?
Is this thing edible?
Είναι αυτό το πράγμα βρώσιμο?