Translation meaning & definition of the word "edgy" into Greek language
Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "έργυρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edgy
[Έντι]/ɛʤi/
adjective
1. Being in a tense state
- synonym:
- edgy ,
- high-strung ,
- highly strung ,
- jittery ,
- jumpy ,
- nervy ,
- overstrung ,
- restive ,
- uptight
1. Είναι σε τεταμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- εκκεντρικόσ ,
- υψηλή τάση ,
- πολύ αποτυχημένος ,
- εκτροπή ,
- πηδαλιώδησ ,
- νευρικός ,
- υπερβολικά ,
- επαναπαυτικόσ ,
- αναβολή