Translation meaning & definition of the word "edgewise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προοδευτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edgewise
[Στρογγυλεμένοσ]/ɛʤwaɪz/
adverb
1. With the edge forward or on, by, or toward the edge
- "He sawed the board edgeways"
- "Held it edgewise"
- synonym:
- edgeways ,
- edgewise
1. Με την άκρη προς τα εμπρός ή προς τα επάνω, προς, ή προς την άκρη
- "Είδε τις άκρες του διοικητικού συμβουλίου"
- "Το είδα αριστερόστροφα"
- συνώνυμο:
- προεξέχουσεσ ,
- ακμούσ
2. As if by an edge
- Barely
- "I could not get a word in edgewise"
- synonym:
- edgewise ,
- edgeways
2. Σαν από μια άκρη
- Μόλις
- "Δεν μπορούσα να πάρω μια λέξη στην άκρη"
- συνώνυμο:
- ακμούσ ,
- προεξέχουσεσ
Examples of using
Tom kept talking and didn't let Mary get a word in edgewise.
Ο Τομ συνέχισε να μιλάει και δεν άφησε τη Μαίρη να πάρει μια λέξη στην άκρη.