Translation meaning & definition of the word "edged" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ενισχυμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Edged
[Σταυρωμένοσ]/ɛʤd/
adjective
1. Having a specified kind of border or edge
- "A black-edged card"
- "Rough-edged leaves"
- "Dried sweat left salt-edged patches"
- synonym:
- edged
1. Έχοντας ένα συγκεκριμένο είδος περιγράμματος ή άκρης
- "Μαύρη κάρτα"
- "Γυμνά φύλλα"
- "Ο ξηρός ιδρώτας άφησε αλατισμένα μπαλώματα"
- συνώνυμο:
- παραπαίουν
2. (of speech) harsh or hurtful in tone or character
- "Cutting remarks"
- "Edged satire"
- "A stinging comment"
- synonym:
- cutting ,
- edged ,
- stinging
2. ( της ομιλίας ) σκληρό ή βλαβερό σε τόνο ή χαρακτήρα
- "Περικοπές παρατηρήσεων"
- "Επιθετική σάτιρα"
- "Ένα τρανταχτό σχόλιο"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- παραπαίουν ,
- τσίμπημα
3. Having a cutting edge or especially an edge or edges as specified
- Often used in combination
- "An edged knife"
- "A two-edged sword"
- synonym:
- edged
3. Έχοντας μια αιχμή ή ειδικά μια άκρη ή τις άκρες όπως καθορίζεται
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Ένα μαχαίρι"
- "Ένα δίκοπο σπαθί"
- συνώνυμο:
- παραπαίουν