Translation meaning & definition of the word "ecstatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκστατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ecstatic
[Εκτατική]/ɛkstætɪk/
adjective
1. Feeling great rapture or delight
- synonym:
- ecstatic ,
- enraptured ,
- rapturous ,
- rapt ,
- rhapsodic
1. Αίσθημα μεγάλης αρπαγής ή απόλαυσης
- συνώνυμο:
- εκστατικόσ ,
- εξαπατημένος ,
- αρπακτικόσ ,
- αρπάζω ,
- ραψωδικόσ
Examples of using
The fans were ecstatic about the win.
Οι οπαδοί ήταν εκστατικοί με τη νίκη.